- δείπνο
- το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο)1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει»«ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον»«χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον»)2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το δείπνο» β. «ἀπὸ δείπνου» — αμέσως μετά το βραδινό φαγητό)3. φρ. «ὁ Μυστικὸς Δεῑπνος»α) το τελευταίο δείπνο τού Ιησού με τους μαθητές του προ τού Πάθουςβ) το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίαςαρχ.1. (στα Ομηρικά έπη) το κύριο φαγητό τής ημέρας, άλλοτε μεσημεριανό, άλλοτε βραδινό2. (στους Αττικούς συγγραφείς) απογευματινό ή βραδινό φαγητό3. τροφή ή ζωοτροφή («ἵπποισι δεῑπνον δότε», «ὄρνισι δεῑπνον»)4. φρ. «δεῑπνα Θυέστου», «Θυέστεια δεῑπνα» — το μυθικό δείπνο κατά το οποίο ο Θυέστης έφαγε εν αγνοία του κομμάτια από τις σάρκες τών παιδιών του.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως (πρβλ. δαις, δαίτη), ενώ φαίνεται πιθανή η ετυμολογική σύνδεσή της με τη λ. δαπάνη (πρβλ. λατ. daps). Το δείπνον είναι στον Όμηρο το γεύμα που παρατίθεται στους αρχηγούς σε διάφορες ώρες (πρβλ. Ι, 578, όπου με τη λ. δείπνον χαρακτηρίζεται το 3ο κατά σειράν γεύμα τού Οδυσσέα μέσα στην ίδια νύχτα). Στην Αττική ως δείπνον θεωρείται το βραδινό φαγητό. Τέλος, στον Ησύχιο αναφέρεται η διαφορά ανάμεσα στο δείπνον, άριστον* (το πρωινό γεύμα) και δόρπον* (το απογευματινό φαγητό).ΠΑΡ. δειπνίζωαρχ.δειπνάριον, δειπνεύς, δειπνίον, δειπνίτις, δειπνοσύνη.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δειπνοθήραςαρχ.δείπνηστος, δειπνοκλήτωρ, δειπνολόγος, δειπνολόχος, δειπνομανής, δειπνοπίθηκος, δειπνοποιός, δειπνοσοφιστής, δειπνοφόροςμσν.δειπνογάμιο, δειπνοκλητόριονεοελλ.δειπνογράφος(Β' συνθετικό -δείπνον) αρχ. αριστόδειπνον, επίδειπνον, κατάδειπνον, λογόδειπνον, περίδειπνον, σύνδειπνον, ψευδόδειπνοννεοελλ.απόδειπνον, νεκρόδειπνον, πρόδειπνον(Β' συνθετικό, -δειπνος) άδειπνος, ομόδειπνος, σύνδειπνοςαρχ.αντίδειπνος, απόδειπνος, αυτόδειπνος, δωρόδειπνος, επιθυμόδειπνος, εύδειπνος, ηδύδειπνος, θυμβρεπίδειπνος, κωλυσίδειπνος, πυρίδειπνος, σκοτόδειπνος, τρεχέδειπνος, φερέδειπνος, φιλόδειπνος].
Dictionary of Greek. 2013.